ναστούρτιο(ν)

ναστούρτιο(ν)
το бот. настурция

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ναστούρτιο(ν)" в других словарях:

  • ναστούρτιο — το βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας βρασσικίδες, τού οποίου ένα είδος, το ναστούρτιο το φαρμακευτικό, απαντά στην Ελλάδα και είναι γνωστό με την κοινή ονομασία νεροκάρδαμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • κάρδαμο — Κοινή ονομασία πολλών φυτών που καλλιεργούνται ως σαλατικά. Ως κ. αναφέρεται κυρίως το λεπίδιο το εδώδιμο της οικογένειας των σταυρανθών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται και στην Ελλάδα από την αρχαία εποχή. Είναι μονοετές που αναπτύσσεται… …   Dictionary of Greek

  • νεροκάρδαμο — Φυτό της οικογένειας των Σταυρανθών ή Κρουτσιφόρων (δικοτυλήδονα). Η επιστημονική του ονομασία είναι ναστούρδιο το φαρμακευτικό. Πολυετής υδροχαρής πόα που φυτρώνει σε πηγές, στις όχθες ποταμών και στα χαντάκια. Έχει βλαστό κοίλο, αρκετά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»